Μια άλλη «κοινωνία» υπερεξειδικευμένων επιστημόνων αποτελεί την παράλληλη εικόνα της αθηναϊκής πραγματικότητας και τα μέλη της αναζητούνται και συχνά προσλαμβάνονται από διεθνείς εταιρείες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι εκπρόσωπος μεγάλης διεθνούς ελεγκτικής εταιρείας έλεγε πρόσφατα στο «Βήμα» ότι την περίοδο της κρίσης σχεδόν διπλασίασε το προσωπικό του...
Τι γίνεται όμως με τους άλλους; Εκείνους που επιθυμούν να μείνουν και να εργαστούν για την Ελλάδα; Και πώς η Ελλάδα μπορεί να τους αξιοποιήσει;
Οπως προκύπτει από τα μέχρι σήμερα στοιχεία ως το 2012 όλοι οι εγγεγραμμένοι σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στη χώρα μας ήταν 35.570, από τους οποίους οι 23.853 είναι φοιτητές διδακτορικών προγραμμάτων. Αν σε αυτούς προστεθούν και όσοι κάνουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό στο εξωτερικό, τότε ο αριθμός τους ξεπερνάει τις 50.000. Μόνο στη Νομική Σχολή της Αθήνας ήταν εγγεγραμμένοι 1.687 φοιτητές σε προγράμματα διδακτορικών τίτλων (1.947 σε προγράμματα μεταπτυχιακών τίτλων), αλλά έπειτα από πρόσφατο «ξεκαθάρισμα» στους καταλόγους της αποδείχθηκε ότι καταγράφονται πλέον έγκυρα 1.000 νέοι πτυχιούχοι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων των τελευταίων πέντε ετών, ενώ κάθε χρόνο ορκίζονται περίπου 15 κάτοχοι διδακτορικών τίτλων.
Από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο περίπου 800 υπερεξειδικευμένοι επιστήμονες, κάτοχοι διδακτορικών τίτλων έχουν πάρει τα πτυχία τους την τελευταία 5ετία και αναζητούν δουλειά.
Οσον αφορά τις μεταπτυχιακές υποτροφίες για σπουδές στο εξωτερικό, υπάρχει πανσπερμία φορέων ελληνικών και ξένων. Υπολογίζεται ότι περίπου 1.500 φοιτητές κάθε χρόνο πραγματοποιούν τις μεταπτυχιακές τους σπουδές στο εξωτερικό ως υπότροφοι.
Γιατροί και νομικοί
Στην Ελλάδα σε έρευνες που έχουν γίνει από τράπεζες αλλά και
εκπαιδευτικούς οργανισμούς προκύπτει χάσμα ανάμεσα στις δεξιότητες που
ζητούν οι επιχειρήσεις και εκείνες που προσφέρουν τα πανεπιστήμια. Τα
ανώτατα Ιδρύματα της χώρας μας ωστόσο προσφέρουν υψηλό επίπεδο γνώσεων
υποδομής.
Ο πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών κ. Θάνος Δημόπουλος λέει ότι κάθε χρόνο εκπαιδεύονται δεκάδες ικανοί επιστήμονες στη χώρα μας, αλλά ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό που αγγίζει το 20% επιλέγει να κάνει την ειδικότητά του στο εξωτερικό. Οπως αναφέρει, πρώτη επιλογή είναι πλέον η Γερμανία όπου η συντηρητική πολιτική στην πρόσληψη γιατρών τα προηγούμενα χρόνια έχει οδηγήσει σε ελλείψεις στο υγειονομικό σύστημα σήμερα.
«Από την Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αποφοιτούν κάθε χρόνο περί τους 300 - 350 φοιτητές» λέει ο κ. Δημόπουλος. «Κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς γύρω στο 80% των πτυχιούχων από τη Σχολή μας ζήτησαν και έλαβαν βεβαίωση αναλυτικής βαθμολογίας για χρήση στο εξωτερικό. Δεν γνωρίζουμε πόσοι από αυτούς τελικά έφυγαν στο εξωτερικό προκειμένου να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο πλαίσιο ιατρικής ειδικότητας. Πάντως υπολογίζουμε ότι ένας από τους τρεις αποφοίτους της Σχολής μας φεύγει στο εξωτερικό μετά τη λήψη του πτυχίου του». Πάντως στην Ιατρική Σχολή Αθηνών πραγματοποιούνται 33 μεταπτυχιακά προγράμματα.
Ο πρόεδρος της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Θεόδωρος Φορτσάκης αναφέρει ότι περισσότεροι από 250 νέοι δικηγόροι με εξειδικευμένους τίτλους μεταπτυχιακών σπουδών βγαίνουν στην αγορά κάθε χρόνο, από τους οποίους όμως ένας μεγάλος αριθμός αποφασίζει να αναζητήσει δουλειά στο εξωτερικό.
Οπως εξηγεί ο κ. Φορτσάκης, ένα πανεπιστήμιο δεν μπορεί να κινηθεί από μόνο του για την απορρόφηση των αποφοίτων του, αλλά από την άλλη πλευρά πρέπει να είναι και συνδεδεμένο με την αγορά. «Σήμερα από τους αποφοίτους μας δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες της αγοράς» τονίζει. Και αναφέρει τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του επίκαιρου φορολογικού δικαίου (που δεν υπάρχει ως κλάδος παρά μόνο ως κατεύθυνση σε έναν τομέα της Σχολής!), του δημοσιονομικού (για το οποίο δεν υπάρχει καν καθηγητής), αλλά και του ναυτικού δικαίου που επίσης τα προηγούμενα χρόνια δεν κρίθηκαν από κανέναν χρήσιμα...
Η πρωτιά στην... οικονομία
Μόνιμα κερδισμένοι ωστόσο μοιάζουν οι απόφοιτοι των οικονομικών
σπουδών και των περίφημων ΜΒΑ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι
απόφοιτοι των οποίων, όπως λέει ο καθηγητής του κ. Γιώργος Δουκίδης, σε μεγάλους αριθμούς απορροφώνται άμεσα από την αγορά εργασίας.
Οπως αναφέρεται σε έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών η απασχόληση των αποφοίτων έχει τα υψηλότερα ποσοστά για το Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής (80%) και το χαμηλότερο για το Τμήμα της Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων (57%).
Πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Εταιρείας το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στη χώρα παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (57,2%), σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (15,7%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (18,8%).
Στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 85% των αποφοίτων του συνεχίζει τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό επίπεδο σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου και το 54% αυτών δηλώνει ότι ενδιαφέρεται να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να σταδιοδρομήσει εκτός Ελλάδας.
Κάθε χρόνο παίρνουν το δίπλωμα του Μηχανικού κάθε μίας από τις βασικές ειδικότητες του Ιδρύματος 1.500 νέοι και νέες. Κάθε χρόνο επίσης από τα 19 διεπιστημονικά προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών του παίρνουν Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Εξειδίκευσης - το οποίο για τους μηχανικούς αποτελεί δεύτερο Master - περί τους 500 πτυχιούχους, ενώ από όλες τις Σχολές του Πολυτεχνείου αναγορεύονται κατά μέσο όρο την τελευταία δεκαετία 160 διδάκτορες τον χρόνο.
«Η έξοδος της χώρας από την κρίση και η ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας έχουν ανάγκη από τη συμβολή των νέων διπλωματούχων του Πολυτεχνείου. Και όμως, η αυξητική τάση εξόδου από τη χώρα καταγράφεται καθαρά: από το 42% που αναζητούσε απασχόληση το 2011, στο 54,8% που αναζητεί εργασία έξω το 2013» λέει η αντιπρύτανης του Ιδρύματος και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης Πολυτεχνείων κυρία Τόνια Μοροπούλου.
Συνολικά, τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των πτυχιούχων ΑΕΙ που πραγματοποιούν μεταπτυχιακές σπουδές σε ένα από τα 500 μεταπτυχιακά προγράμματα των ελληνικών πανεπιστημίων έχει εκτιναχθεί. Και παρότι νέα προγράμματα την περίοδο της κρίσης δεν σχεδιάζονται, ωστόσο οργανώνονται νέα διατμηματικά ή διαπανεπιστημιακά μεταπτυχιακά προγράμματα με τη συνεργασία ανωτάτων ιδρυμάτων στη χώρα μας, αλλά και ελληνικών και άλλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Οπως φανερώνουν τα στοιχεία εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, το 73% των νέων επιστημόνων που δοκιµάζουν την τύχη τους στο εξωτερικό έχουν µεταπτυχιακό τίτλο, το 51,2% έχουν διδακτορικό, ενώ το 41% έχει σπουδάσει στα εκατό καλύτερα πανεπιστήµια του κόσµου.
Την ίδια στιγμή, οι πολυεθνικές εταιρείες στη χώρα μας λαμβάνουν κατά μέσο όρο περισσότερα βιογραφικά για κάθε νέα θέση που ανοίγουν. Υπάρχουν εταιρείες οι οποίες λαμβάνουν ως και 2.000 βιογραφικά για μια νέα θέση (κατασκευαστικές εταιρείες, τουριστικές, εμπόριο).
Τι ψάχνουν οι πολυεθνικές
«Η Ελλάδα έχει πολύ καλά εκπαιδευμένο κόσμο. Βρίσκουμε νέους με απίθανες ακαδημαϊκές σπουδές. Εχω εκπλαγεί με το πόσο καλά διδακτορικά υπάρχουν στην αγορά» αναφέρει ο κ. Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων Εrnst & Young (EΥ) Ελλάδος, η οποία αξιοποιεί το δυναμικό αυτό για να «παίρνει» δουλειές στην ευρωπαϊκή αγορά. Πρόκειται για μια τάση που έχει αρχίσει να αποκτά δυναμική στον χώρο των εταιρειών παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. «Tην ΕΥ αλλά και τη μητρική εταιρεία μας απασχολεί το πώς θα δώσουμε δυνατότητα απασχόλησης στους εξαιρετικούς επιστήμονες που διαθέτει η Ελλάδα σε μια προσπάθεια να αναχαιτίσουμε το brain drain» αναφέρει κ. Παπάζογλου, ο οποίος προσθέτει ότι «στο πλαίσιο αυτό η ΕΥ έχει δημιουργήσει hubs (σ.σ.: κέντρα) που βρίσκονται στην κορυφή των πολύ εξειδικευμένων επιστημονικών στόχων».
«Η Ελλάδα έχει πολύ καλά εκπαιδευμένο κόσμο. Βρίσκουμε νέους με απίθανες ακαδημαϊκές σπουδές. Εχω εκπλαγεί με το πόσο καλά διδακτορικά υπάρχουν στην αγορά» αναφέρει ο κ. Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων Εrnst & Young (EΥ) Ελλάδος, η οποία αξιοποιεί το δυναμικό αυτό για να «παίρνει» δουλειές στην ευρωπαϊκή αγορά. Πρόκειται για μια τάση που έχει αρχίσει να αποκτά δυναμική στον χώρο των εταιρειών παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. «Tην ΕΥ αλλά και τη μητρική εταιρεία μας απασχολεί το πώς θα δώσουμε δυνατότητα απασχόλησης στους εξαιρετικούς επιστήμονες που διαθέτει η Ελλάδα σε μια προσπάθεια να αναχαιτίσουμε το brain drain» αναφέρει κ. Παπάζογλου, ο οποίος προσθέτει ότι «στο πλαίσιο αυτό η ΕΥ έχει δημιουργήσει hubs (σ.σ.: κέντρα) που βρίσκονται στην κορυφή των πολύ εξειδικευμένων επιστημονικών στόχων».
Πρόκειται για δύο hubs που στελεχώνονται από έλληνες επιστήμονες και τα οποία προσφέρουν υπηρεσίες σε εταιρείες του εξωτερικού, κυρίως σε τράπεζες της Αγγλίας και της Ελβετίας. Εχουν την έδρα τους στην Αθήνα και αν χρειαστεί πηγαίνουν για μερικές εβδομάδες στο εξωτερικό. Είναι άτομα με εξειδικευμένους μεταπτυχιακούς τίτλους στην πληροφορική και τα χρηματοοικονομικά (finance), που κατά κύριο λόγο έχουν κάνει τις αρχικές τους σπουδές στην Ελλάδα και στη συνέχεια απέκτησαν μεταπτυχιακούς τίτλους σε Ευρώπη και ΗΠΑ. «Οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη καριέρα και μισθούς στο εξωτερικό. Ομως κυρίως για οικογενειακούς δεσμούς επιστρέφουν στην Ελλάδα» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου.
Το αντικείμενο της εργασίας τους είναι κυρίως η ανάπτυξη μοντέλων για την ανάλυση τεράστιου όγκου δεδομένων. Τα μοντέλα αυτά τα ζητάει ο πελάτης, δηλαδή η εταιρεία του εξωτερικού, η οποία απευθύνεται στη διεθνή αγορά και επιλέγει την ανταγωνιστικότερη προσφορά που μπορεί να πετύχει. Και οι ελληνικές προσφορές αποδεικνύονται άκρως ανταγωνιστικές.
«Το συγκριτικό μας πλεονέκτημα δεν είναι το χαμηλό κόστος εργασίας, οι χαμηλοί μισθοί» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου. Οπως εξηγεί, «οι αμοιβές σε γενικές γραμμές είναι στα ίδια επίπεδα με αντίστοιχες θέσεις στο εξωτερικό. Η διαφορά είναι ότι τα άτομα που δουλεύουν στην Ελλάδα είναι επιστήμονες με υπερβάλλουσες δεξιότητες (overqualified) σε σχέση με τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό που εργάζονται σε ανάλογες επιχειρήσεις. Εκεί, αντίστοιχες θέσεις εργασίας έχουν μεγάλο ανταγωνισμό από τράπεζες, εταιρείες πληροφορικής και άλλους κλάδους της οικονομίας, οι οποίοι αμείβουν καλύτερα. Ως εκ τούτου οι υποψήφιοι επιλέγουν αυτούς του κλάδους. Στην Ελλάδα όμως δεν υπάρχει αυτός ο ανταγωνισμός και έχουμε τη δυνατότητα να απασχολούμε εξαιρετικά υψηλής μόρφωσης προσωπικό και ως εκ τούτου να προσφέρουμε καλύτερες υπηρεσίες. Αυτό είναι το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα» τονίζει ο κ. Παπάζογλου.
Η στροφή αυτή στο outsourcing εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. «Το συγκεκριμένο κομμάτι μεγαλώνει ραγδαία» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου και προσθέτει ότι «το πρόγραμμα στον έναν χρόνο που το τρέχουμε εξελίσσεται πάνω από τις προσδοκίες μας».
Στο πλαίσιο των υπηρεσιών outsourcing θα μπορούσαν να αναπτυχθούν τμήματα πολυεθνικών στην Ελλάδα που να παρέχουν υπηρεσίες που να εξυπηρετούν όλες τις χώρες στις οποίες λειτουργεί η πολυεθνική. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα θα μπορούσαν να βρίσκονται οι οικονομικές υπηρεσίες. το ΙΤ, τα τμήματα προμηθειών (procurement) κ.λπ.
Δεν πρόκειται για κάτι νέο. Αρχικά η τάση ήταν να στήνονται τέτοιου είδους εταιρείες στην Ινδία. Ομως η μόδα αυτή πέρασε και στη συνέχεια οι υπηρεσίες αυτές άρχισαν να προσφέρονται από την Πολωνία, τη Ρουμανία και τελευταία και τη Βουλγαρία. «Θεωρείται ότι στην Ευρώπη είναι καλύτερα διότι υπάρχει πολύγλωσσο και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου ο οποίος σημειώνει ότι «οι μισθοί δεν είναι το βασικό. Μεγαλύτερο ρόλο παίζει η παραγωγικότητα. Αν μπορείς να βγάζεις τη δουλειά στο ένα τρίτο του χρόνου επειδή έχεις καλύτερα εκπαιδευμένο προσωπικό, ακόμη και διπλάσιους μισθούς να δίνεις είσαι ανταγωνιστικός» σημειώνει ο ίδιος.
Με την ανεργία των νέων στα ύψη, η ζήτηση για τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας είναι εξαιρετικά υψηλή. Για μια θέση εξετάζουμε 15-20 βιογραφικά, λέει ο κ. Παπάζογλου. Πρόκειται για βιογραφικά που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη συγκεκριμένη θέση και θα μπορούσαν, υπό άλλες συνθήκες, να προσληφθούν όλοι οι εργαζόμενοι. Υπό τις παρούσες συνθήκες όμως προκρίνονται πέντε-έξι βιογραφικά, από αυτά γίνονται τρεις συνεντεύξεις για να επιλεγεί τελικά ένα.
Εκτός από τα τυπικά προσόντα, τα οποία διαμορφώνονται ανάλογα με τον κλάδο, εξετάζεται και η δυναμική (potentiality) του νέου να εξελιχθεί. Οπως εξηγεί ο κ. Παπάζογλου, «εκτός από το ακαδημαϊκό υπόβαθρο, που θα πρέπει να είναι ένα πτυχίο και τουλάχιστον ένα μεταπτυχιακό, συνήθως δύο, εξετάζουμε και την προσωπικότητα. Κοιτάζουμε για ανθρώπους που μπορούν να δέσουν και να δουλέψουν σε ομάδες» αναφέρει.
www.tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου