Δυο αδέλφια που γεννήθηκαν στην «Ελλάδα του πολέμου», μεγάλωσαν στην «Ελλάδα της φτώχειας και της φυγής», πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, και σήμερα «επιστρέφουν» στην «Ελλάδα της κρίσης», ως σπουδαίοι, αναγνωρισμένοι παγκοσμίως επιστήμονες, για να μας πουν την ιστορία τους.
Υπάρχει οικογένεια εδώ. Ο μεγαλύτερος αδερφός, Αντώνης, και πολλοί συγγενείς. Υπάρχει ο επιστημονικός κόσμος, με τον οποίο δεν έκοψαν ποτέ επαφή και συνεργασία. Και υπάρχει, πάντα, η Κρήτη.
Ο πατέρας τους, Κώστας, γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της περιοχής Αμάρι, στη νοτιοδυτική πλευρά του Ψηλορείτη, στο νομό Ρεθύμνου. Εφυγε από εκεί το 1920, στα 14 του, και πήγε στην Αμερική, να μάθει τον κόσμο, όπως έλεγε, και να γυρίσει σπουδασμένος στη πατρίδα του.
Τα δύο του αγόρια, «οι επιστήμονες του εξωτερικού», γίνονται ένας άνθρωπος όταν αναφέρονται στον πατέρα τους. Ο ένας (δεν έχει σημασία ποιος) μιλάει, και ακούγεται η φωνή του. Ταυτόχρονα, ο άλλος ανοιγοκλείνει το στόμα σαν να λέει τα ίδια ακριβώς λόγια, άσχετα εάν αυτά δεν ακούγονται.
«Ηταν άνθρωπος διορατικός, φιλόδοξος, αυστηρός, πεισματάρης, εργατικός και οραματιστής», μας λένε.
Είχε, δηλαδή, εκείνην τη γρανιτένια προσωπικότητα που σμίλεψε γενιές επί γενεών Ελλήνων, που έφυγαν από την πατρίδα με τα βαπόρια της ξενιτιάς προς προορισμούς άγνωστους. Ηξεραν όμως πολύ καλά πού πήγαιναν και τι ήθελαν να πετύχουν.
Λίγα λεφτά, πλούσια ζωή
Ο Κώστας Καφάτος, με «μηδενικά» αγγλικά, πήγε σχολείο στη Νέα Υόρκη, όπου δεν είχε πια την πολυτέλεια να είναι παιδί. «Αποστολή του ήταν μόνο το διάβασμα. Η μάθηση», μας λένε, πάλι με ένα στόμα, οι δύο του, ξενιτεμένοι και αυτοί σήμερα, γιοι.
Καθώς ακούω την ταυτόσημη αφήγησή τους, μπροστά μου σχηματίζεται η εικόνα πολλών παιδιών μεταναστών που σήμερα φοιτούν στα δικά μας σχολεία και που, μια παράξενη δύναμη (ίσως εκείνη της μοίρας κάθε ξενιτεμένου), τα υποχρεώνει να επιτύχουν.
Οταν οι άλλοι έπαιζαν, ο «κύριος Κώστας» μελετούσε. Οταν οι άλλοι αναπαύονταν, εκείνος εργαζόταν σκληρά.
Σπούδασε γεωπόνος στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ. Γύρισε στη πατρίδα του 30 χρόνων και έγινε επιθεωρητής Γεωργίας. Το όνειρό του ήταν να φτιάξει Σχολή Γεωπονικής για τα αγροτόπαιδα, και να αναδασώσει όλο το νησί.
«Αυτό το τελευταίο δεν το ολοκλήρωσε», μας λέει ο Μηνάς Καφάτος. «Και έτσι μένει σε μας, που η προστασία του περιβάλλοντος είναι ένας τομέας στον οποίο έχουμε αφοσιωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια, να υλοποιήσουμε αυτό το όραμα, ιδίως τώρα μετά την καταστροφή τόσων δασικών εκτάσεων».
Στο Ηράκλειο φοίτησαν στο Λύκειο «Κοραής». Ο Φώτης είχε κατασταλάξει από τα 14 του ότι θα σπουδάσει βιολογία, και μόλις αποφοίτησε έφυγε για Αμέρικα.
Η Κρήτη που άφησε πίσω ήταν σαν μία υπόσχεση που κρατάς σφιγμένη μέσα σου, με αγάπη, και περιμένεις να 'ρθει η μέρα να την δεις να εκπληρώνεται.
Ηταν δύσκολη, αλλά και ωραία, η ζωή τους τότε στο Ηράκλειο, όπου οι γονείς τους είχαν αναπτύξει έναν κύκλο ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών. Η μητέρα τους ήταν δασκάλα. Ο πατέρας είχε, μέσα στις τόσες άλλες δραστηριότητές του, και μεγάλη αφοσίωση στην αρχαιολογία. Κάθε Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, επισκέπτονταν οικογενειακώς το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου.
Γνωρίστηκαν με όλους τους αρχαιολόγους που έκαναν ανασκαφές στην Κνωσό, και στον κύκλο των φίλων τους προστέθηκαν ο Νίκος Καζαντζάκης και η γυναίκα του Γαλάτεια.
Πιστεύουν στην Ελλάδα
«Εχοντας ζήσει τη φρίκη του πολέμου, γίναμε όλοι αντιπολεμιστές. Ποτέ δεν συμφιλιωθήκαμε με την ιδέα ότι οι διαφορές μεταξύ ανθρώπων και λαών πρέπει να λύνονται με τα όπλα. Μέσα μας βεβαίως, η αγάπη για τη πατρίδα ήταν πάντοτε ανθισμένη. Ημασταν, όλη η οικογένεια, βενιζελικοί. Κεντρώοι. Ποτέ δεξιοί, ποτέ αριστεροί. Πιστεύαμε και πιστεύουμε βαθιά στην ιδέα της Ελλάδας, και στην παράδοση του πολιτισμού της. Ολα αυτά έφτιαξαν το νοητικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε, τα τρία αγόρια», λέει ο Φώτης, που τον είχαμε «αφήσει» να σπουδάζει βιολογία στο Κορνέλ.
Εκεί τον ακολούθησε ύστερα από λίγα χρόνια ο Μηνάς, που άφησε κατά μέρος τις πρώτες καλλιτεχνικές του ανησυχίες και τις πιθανές σπουδές στο Παρίσι, και διάλεξε να ακολουθήσει τη φυσική και, ειδικώς, την αστροφυσική.
«Τον Φώτη τον τραβούσε πάντα το γήινο. Γι' αυτό και κατέληξε στη βιολογία, να κάθεται με τις ώρες στα εργαστήρια και να μελετά έντομα και σκουλήκια. Εγώ, πάλι, στράφηκα προς τον ουρανό. Πάντα με τραβούσε ο γαλαξίας. Οταν πήγε ο Φώτης στην Αμερική, μου έστειλε δώρο ένα κατοπτρικό τηλεσκόπιο και άρχισα να κοιτώ και να μελετώ τα άστρα».
Ο Φώτης ήταν κοντύτερα, επιστημονικά, στον πατέρα του. Γεωπόνος εκείνος, κοίταζε ό,τι ήταν ζωντανό. Τα δέντρα, το δάσος, τα φυτά, το χώμα.
«Αρχικά, ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Κάθε Κυριακή που πηγαίναμε στο μουσείο, παρατηρούσα τους σφραγιδόλιθους και τα αγγεία. Μέσω της αρχαιολογίας στράφηκα και προς την τέχνη. Η βιολογία, που επέλεξα τελικά, δεν ήταν αποκομμένη απ' όλα αυτά. Πάντα με ενδιέφερε, μελετώντας την Αρχαία Ελλάδα, να δω τις αλλαγές των γενεών και πώς, μέσω αυτών, εξελισσόταν ο κόσμος στον οποίο σήμερα ζούμε. Από εκεί, στα άγουρά μου χρόνια, έφτασα σήμερα, στα πιο ώριμά μου, να ασχολούμαι με την ιδέα της εξέλιξης. Την εξέλιξη του σύμπαντος».
Εδώ, τώρα, η επιστήμη έρχεται να συναντήσει την πίστη. Οι αδελφοί Καφάτοι είναι αφοσιωμένοι υπηρέτες της πρώτης. Δεν θεωρούν τίποτα δεδομένο εάν δεν αποδειχθεί ότι είναι. Το «πίστευε και μη ερεύνα» δεν είναι δόγμα που αποδέχονται.
Από την άλλη, όμως, «η πίστη μας στον Θεό έχει να κάνει με την παράδοσή μας, και έχει πλέον γίνει προσωπικό βίωμα, εντελώς ανεξάρτητο από την επιστήμη μας», λένε
Η θρησκεία είναι συναίσθημα
Η «απολογία» τους αρχίζει από αυτό που ο εξελικτικός βιολόγος (δηλαδή συνάδελφος του Φώτη Καφάτου), Τσαρλς Ντόκινς, ονόμασε «περί Θεού αυταπάτη».
«Η θρησκεία είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα. Αφορά το τι αισθάνεσαι. Τι σε παρακινεί. Τι σου δίνει δύναμη. Εγώ, συγκινούμαι, κλαίω, προσεύχομαι, ψάλλω. Λειτουργίες που δεν μπορώ να εκδηλώσω στην επιστήμη μου, όπου άλλα συναισθήματα κυριαρχούν», μας λέει ο Φώτης Καφάτος, ο βιολόγος.
Και συνεχίζει ο Μηνάς, ο αστροφυσικός. Ο πιο... ουράνιος:
«Επιστήμη και θρησκεία έχουν ένα κοινό σημείο: την αγάπη και τη συμπόνια για τον κόσμο. Να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για τον συνάνθρωπό μας και τον πλανήτη στον οποίο ζούμε. Να αφήσουμε κάτι πίσω μας ως θετική προσφορά στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Οπως λέει ο ποιητής, να σηκώσουμε τον ήλιο λίγο ψηλότερα».
Κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο «The Grand Design», στο οποίο ο φημισμένος άγγλος φυσικός Στίβεν Χόκινγκ ισχυρίζεται ότι «Θεός δεν υπάρχει» και ότι «ο κόσμος μας δεν χρειάζεται κανέναν Θεό για να ζήσει».
«Είναι αδιανόητο», συμπληρώνει, «πριν ξεκινήσει κάποιος το πρωί για τη δουλειά, να ζητά πρώτα την ευλογία του Θεού».
Αρθρο-απάντηση στον Χόκινγκ έγραψαν ο Μηνάς Καφάτος με τον Ντίπακ Τσόπρα, Ινδοαμερικανό, που ξεκίνησε ως ενδοκρινολόγος, και τελικά στράφηκε στην εναλλακτική ιατρική και σ' αυτό που ο ίδιος ονομάζει «ιατρική του σώματος και του νου».
Στο άρθρο τους, που αναδημοσιεύεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.huffingtonpost.com/deepak-chopra/stephen-hawkings-grand-bo_b_708958.html, λένε ότι ο Χόκινγκ «μας οδηγεί σε ένα ταξίδι στην άκρη του "τίποτα"».
«Και εάν αυτό το "τίποτα"», συνεχίζουν, «τροφοδοτεί την ανθρώπινη επιθυμία να αναζητεί κάποιος νόημα στη ζωή του, πώς μπορεί τότε αυτή η επιθυμία, όπως λέει ο Χόκινγκ, να είναι δίχως νόημα; Επίσης, εάν το σύμπαν, όπως διατείνεται, λειτουργεί τυχαία, απρογραμμάτιστα, και εάν αυτό το τυχαίο και απρογραμμάτιστο δημιούργησε τον ανθρώπινο εγκέφαλο που κάνει ένα σωρό από μη τυχαία και καθόλου απρογραμμάτιστα πράγματα (όπως π.χ. να συγγράφει ένας Σέξπιρ, και να λέει «σ'αγαπώ»), πώς γίνεται τότε το "δίχως σκοπό" να γεννά το "έχων σκοπό και νόημα";».
Η κρίση
Είχαμε «σχεδιάσει» να μιλήσουμε και για την κρίση, αλλά δεν χρειάστηκε. Οσα ακούσαμε από τα δύο αδέλφια «κάλυψαν» και αυτό το θέμα, χωρίς να αναφερθούν σε σπρεντ, ελλείμματα, μνημόνια, μέτρα, επενδύσεις και ανάπτυξη.
Τους στενοχωρεί η εικόνα «του εξυπνάκια Ελληνα, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα». Τους αποτρέπει όποιο μεταρρυθμιστικό σχέδιο περιοριστεί ξανά στην «αναζήτηση στέγης του ασύλου», ή σε τρόπους να αποφασίζουν και οι φοιτητές για το ποιοι θα τους διδάσκουν. Τους ανησυχεί «μια χώρα που αποκόπηκε από το διάβασμα, και έμεινε στην αποστήθιση». Τους προβληματίζει που «κανείς δεν έχει σκεφτεί ότι τα παιδιά που γεννιούνται τώρα, θα αλλάξουν επαγγελματική καριέρα έξι φορές σε όλη τους τη ζωή». Και τους εκπλήττει που δεν έχουμε ακόμα καταλάβει «ότι είμαστε απλώς homo sapiens. Ούτε θεοί, ούτε τίποτα. Απλώς σκεφτόμαστε. Εχουμε μόνο τον νου μας, το μεγαλύτερό μας όπλο σ' αυτόν τον κόσμο», τον μικρό τον μέγα...
Το who is who των δύο αδελφών
Μηνάς Καφάτος
Γεννήθηκε το 1945 στην Κρήτη. Καθηγητής αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Chapman στην Καλιφόρνια. Πρώτο πτυχίο, στη φυσική, από το Cornell. Το διδακτορικό του εκπόνησε στο ΜΙΤ, στη Βοστώνη. Τελευταία ασχολείται με τις κλιματικές αλλαγές (εμφανίστηκε πολλές φορές στο NBC για να μιλήσει για τον ολέθριο τυφώνα Κατρίνα στη Νέα Ορλεάνη και επίσης για μεγάλους σεισμούς) και με την κβαντομηχανική, που τη θεωρεί «τη μόνη ως τώρα επιστήμη που όσα έχει αποδείξει είναι σχεδόν αδύνατον να ανατραπούν».
Φώτης Καφάτος
Γεννήθηκε το 1940 στην Κρήτη. Καθηγητής βιολογίας στο Imperial College του Λονδίνου. Ηταν από τους ιδρυτές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας. Είναι πολύ περήφανος για τη δουλειά που γίνεται εκεί, που τη θεωρεί «τομή στην ευρωπαϊκή επιστήμη». «Στηρίζουμε το σκεπτόμενο ον, αυτό που έχει το θείο δώρο να σκέπτεται και να ερευνά», λέει. Εχει ασχοληθεί ιδιαιτέρως με την ανάπτυξη της ελονοσίας, που ακόμα σκοτώνει 1-3 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο, κυρίως μικρά παιδιά στην υπο-σαχάρια Αφρική. Πήρε το πρώτο του πτυχίο στο Cornell, και έκανε το διδακτορικό του στο Harvard. Εχει διδάξει στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Κρήτης, και θεωρείται «ο πατέρας της βιολογίας στην Ελλάδα».
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου