07 Μαΐου 2010

ΑΙΝΣΤΑΪΝ, Η ΑΛΛΗ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

 Συντάκτης/τρια: Απόστολος Δοξιάδης 

Ο Άλμπερτ Άινσταϊν έχει χαρακτηριστεί ο μεγαλύτερος επιστήμονας του εικοστού αιώνα, και η Ειδική και η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις του, έχουν επηρεάσει τον κόσμο μας με αμέτρητους τρόπους, από καλούς ως φρικαλέους, από εντελώς πρακτικούς ως βαθιά αφηρημένους και θεωρητικούς. Με κάποια έννοια, η Σχετικότητα δεν σημαδεύει μονάχα την αρχή της σύγχρονης Φυσικής, αλλά του ίδιου του σύγχρονου κόσμου, καθώς μία συνέπειά της, η πυρηνική βόμβα, ρίχνει ακόμη την εφιαλτική σκιά της στον πλανήτη. Όμως οι επιστήμονες και οι διανοητές δεν καθορίζουν πάντα—συχνά ούτε καν ευθύνονται γι’ αυτές—τις συνέπειες του έργου τους. Το δίχως άλλο, η βόμβα ήταν το εφιαλτικό αποπαίδι. Αλλά η ίδια η θεωρία είναι ίσως το κορυφαίο διανοητικό επίτευγμα του εικοστού αιώνα, το κεντρικό  εργαλείο για την κατανόηση του Σύμπαντος.


Μέσα στα πολλά που έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν να γράφονται για τον Άινσταϊν, θέλω εδώ να μιλήσω για μια άλλη διάσταση του έργου του, έξω από τα στενά όρια της επιστήμης. Τη γενεαλογία των ιδεών του τη βλέπουμε συνήθως στα πλαίσια της ιστορίας της εξέλιξης της Φυσικής. Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος να τις δούμε, συμπληρωματικός και, όπως πιστεύω, εξ ίσου νόμιμος: ο Άινσταϊν είναι ο κορυφαίος στη χορεία των γιγάντων της αμφισβήτησης, των διανοητών εκείνων, δηλαδή, που ανέτρεψαν την κλασική άποψη για τη γνώση –και κατά συνέπεια για τον κόσμο—, μιαν άποψη που συνοψίζεται πρόχειρα σε τρία σημεία: α) ότι ο φυσικός κόσμος είναι με κάποια έννοια τέλειος, και άρα ανάγεται σε κάποιους απόλυτους νόμους, β) ότι η αλήθεια είναι μια και μοναδική και έχει αντικειμενική ύπαρξη, ανεξάρτητη από τη δική μας διάνοια και, γ) ότι είναι μέσα στις δυνατότητες του ανθρώπου να την ανακαλύψει, με εργαλείο τη λογική.
Η αμφισβήτηση παίρνει διάφορες όψεις, από τα τέλη του 18ου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα: στον στοχασμό του Ζαν-Ζακ Ρουσώ, στην πολιτική, στις αναζητήσεις του Βολταίρου και των άλλων πατέρων του Διαφωτισμού, στη φιλοσοφία και τις επιστήμες, στην ποίηση ενός Σέλεϋ, ενός Μπάϊρον ή ενός Σίλερ, με τους ύμνους του στην υποκειμενικότητα, που είναι η καρδιά του Ρομαντισμού, στη Γαλλική Επανάσταση, με τη δόξα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη φρίκη του Τρόμου, κι άλλες πολλές. Αλλά η κορυφή της στην κοινωνική σκέψη είναι οι τρεις μορφές  του Καρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Νίτσε και του Σίγκμουντ Φρόιντ, που χτυπούν, ο καθένας αλλού, τις θεμελιακές υποδομές των κοινωνιών που έχτισε η κλασική άποψη. Στα έργο τους, η ιδιοκτησία αίφνης βαπτίζεται κλοπή, η θρησκεία «όπιο του λαού», το κράτος τύραννος, η ιδεολογία αυθαίρετο παραμύθι, ο η «αγία οικογένεια» στηλιτεύεται ως υποκρισία, οι μύθοι, αντί για βαθειά ριζωμένες αλήθειες, γίνονται βολικά παραμύθια, κι ο έρωτας ανάγεται στο ένστικτο.
Οι απόψεις των τριών αυτών αποκλίνουν ριζικά μεταξύ τους, έχουν όμως κοινό ετούτο: ότι αρνούνται την έννοια της μίας και καθαρής αλήθειας, βάζοντας στη γνώση την υποκειμενικότητα και το παιχνίδι των πολλών εναλλακτικών ερμηνειών. Είτε αποδίδουν αυτή την πολυδιάσπαση της πραγματικότητας στην ταξική σύνθεση της κοινωνίας, είτε στην ανάγκη της αδύναμης ανθρώπινης φύσης για κάποιας λογής μυθολογία, είτε στην κυριαρχία του ενστίκτου, στο έργο του Μαρξ, του Νίτσε και του Φρόιντ απορρίπτεται η γνώση ως «καθρέφτης της αλήθειας», όπως την θέλει η κλασική άποψη. Αντίθετα, γίνεται ένα εύπλαστο, και όχι πάντα αγαθό, εργαλείο στα χέρια του ενός ή του άλλου χειριστή της.
Σε ετούτη τη σειρά των αμφισβητήσεων, μπαίνει—με μιαν άλλη ματιά—και η Θεωρία της Σχετικότητας, που βέβαια διόλου δεν ανάγεται σε εκείνο το χονδροειδές «όλα είναι σχετικά», που ακούμε να τις αποδίδουν ενίοτε οι αδαείς περί τη φυσική. Όμως, με κάποια πολύ ουσιαστική έννοια, η δημιουργία της φέρνει την αμφισβήτηση στις θετικές επιστήμες με έναν τρόπο που λειτουργεί κάπως αντίστοιχα με των προηγούμενων διανοητών, στα δικά τους πεδία. Θα ήταν τουλάχιστον παρακινδυνευμένο να πούμε ότι οι ιδέες των πρωτεργατών της αμφισβήτησης επηρέασαν άμεσα τον νεαρό Άινσταϊν, όταν έγραφε τις πρώτες εργασίες του, στα 1905. (Στο βιβλίο Οι χάρτες του Πουανκαρέ, τα Ρολόγια του Άινσταϊν, του Πίτερ Γκάλισον, βρίσκει κανείς μια θαυμάσια ανάλυση των πολιτισμικών καταβολών στον πατέρα της Σχετικότητας, που ήταν τελείως άλλης τάξης.) Όμως, το πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο μεγάλωσε, έπαιξε σίγουρα καθοριστικό ρόλο, αν όχι στη δημιουργία των ιδεών του αυτή καθαυτή, τότε σίγουρα στη δυνατότητα της πρόσληψης των ιδεών του και, περισσότερο ακόμη, στον τρόπο με τον οποίο τις αφομοίωσε η νέα εποχή, έξω από τον χώρο της φυσικής. Από εκεί και μετά, η Σχετικότητα παίζει κεντρικό συμβολικό ρόλο στην πορεία της αμφισβήτησης.
Η κατάρρευση του κόσμου που είχε πολλαπλά καταγγείλει η αμφισβήτηση είχε ήδη αρχίσει με τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μιας τραγωδίας που ανέδειξε τον στο πρώτο επίπεδο τον παραλογισμό πολλών πολιτισμικών δομών και θεσμών. Και η κατάρρευση αυτή προετοίμασε ιδανικά το έδαφος, ώστε να γίνει στα μάτια του κόσμου ο Άινσταϊν, αμέσως μετά, η ενσάρκωση του αρχετύπου του σοφού. Η  θεαματική επιβεβαίωση των προβλέψεών του για την επίδραση της βαρύτητας στις ακτίνες φωτός, με την ολική έκλειψη ηλίου του 1919, δημιούργησε, εν μία νυκτί, ένα νέο προφήτη. Το ευαγγέλιό του ήταν φυσικά η Σχετικότητα. (Μάλιστα, στο βιβλίο του με τίτλο Μοντέρνοι Καιροί, ο ιστορικός Πολ Τζόνσον ορίζει την επιβεβαίωση αυτή της ισχύος της Γενικής Σχετικότητας, ως τη στιγμή της ουσιαστικής γένεσης του 20ου αιώνα.)
Στον «γενναίο νέο κόσμο» που επαγγέλεται η επιστήμη στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι παλιές θεότητες εξαφανίζονται ολοσχερώς. Όμως, για κακή μας τύχη, εμφανίζονται καινούργιες. Γιατί, όπως λέει ο Σέρβος θεολόγος Ιουστίνος Πόποβιτς, «είναι αδύνατο να φτιάξεις καινούργιου τύπου κόσμο με παλαιού τύπου ανθρώπους». Πράγματι: διατηρώντας ακόμη τα παλαιού τύπου μυαλά τους—μήπως έχουμε κι άλλα; —μυαλά μεσαιωνικά ή, αν θέλετε, απλώς ανθρώπινα, μυαλά δηλαδή μαθημένα στο απόλυτο, οι νέοι άνθρωποι ξαναχτίζουν, με νέα εργαλεία, τα παλαιού τύπου είδωλα. Το Απόλυτο πέθανε, ζήτω το Απόλυτο! Στη θέση του καθενός αμφισβητία των παλιών βεβαιοτήτων, γενιέται μια νέα βεβαιότητα, που συχνά είναι βεβαιότητα βάρβαρη. Ο Νίτσε γεννά τον Χίτλερ. Ο Μαρξ γεννά τον Στάλιν. Και, με έναν άλλο τρόπο, το μεγαλειώδες διανοητικό δημιούργημα του Άινσταϊν, τον πυρηνικό όλεθρο.
Χρειάστηκαν πολλά Άουσβιτς και αμέτρητα γκούλαγκ, ποτάμια αίματος, ώστε μόλις τώρα, στην ανατολή της τρίτης χιλιετίας να θεωρούμε επιτέλους οι περισσότεροι αυτονόητο, στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου—μα είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι μέχρι πρόσφατα δεν ήταν διόλου αυτονόητο, κι ίσως ακόμη σημαντικότερο να θυμόμαστε ότι δεν είναι ακόμη αυτονόητο σε άλλους τόπους, σε ένα Ιράν ή μια Κούβα, για παράδειγμα—ότι δικαιούται ο καθένας να σκέφτεται, να εκφράζεται και να ζει όπως θέλει.
Τώρα πια, οι βασικές γνωσιολογικές αρχές της αμφισβήτησης έχουν γίνει κυρίαρχη ιδεολογία. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι: για να χτίσει ο Άινσταϊν τη Σχετικότητα χρειάστηκε πρώτα να απορρίψει την έννοια του απόλυτου χρόνου της κλασικής Φυσικής. Στα μεγαλοφυή διανοητικά πειράματά του, κάθε κινούμενο σύστημα μετρά τον δικό του, ξεχωριστό χρόνο, κι ο χρόνος κανενός—αυτή η αρχή είναι στον πυρήνα της Σχετικότητας—δεν είναι «σωστότερος» από άλλον, αφού δεν υπάρχει πλέον ένα γενικό μέτρο. Με έναν τρόπο μεταφορικά παρόμοιο, λοιπόν, η σημερινή άρνηση της ηθικής αυθεντίας της εξουσίας, η απόρριψη της μισαλλοδοξίας, η αναγνώριση των δικαιώματων των μειονοτήτων και του δικαιώματος στη διαφορετικότητα, κι όσα άλλα θέλουμε (σωστά) να στηρίζουν την ανοιχτή κοινωνία μας, είναι όψεις της ίδιας άποψης για τη γνώση, η υιοθέτηση μιας άλλης, σωτήριας «σχετικότητας». Ακριβώς για την έννοια αυτή, της πολλαπλής αλήθειας, ο Άινσταϊν είναι πατέρας του μέλλοντος. Κι αν με τις συνέπεις της θεωρίας του στην πυρηνική βόμβα είναι ο πατέρας της φρικτότερης εκδοχής του, με την ίδια την αμφισβήτηση της απολυτότητας ενός ενιαίου μέτρου αναφοράς, μας δίνει τη φωτεινή ελπίδα ότι δε θα γίνουμε μια μέρα θύματα των ολοκαυτωμάτων που γεννούν τα απόλυτα οράματα.
Στη μνήμη του, λοιπόν, ας ξαναθυμηθούμε—για να μην τα ξαναπάθουμε—τα δεινά που έπαθε η ανθρωπότητα απολυτοποιώντας το σχετικό. Μα ας μην ξεχνάμε, παράλληλα, τον ορατό κίνδυνο να πάμε στο άλλο άκρο: την απόλυτη, δηλαδή, σχετικοποίηση των πάντων. Όπως μια θεωρία δίχως ικανά αξιώματα δεν μπορεί να φτάσει παρά μόνο σε τετριμμένες αλήθειες, έτσι και μια κοινωνία από όπου απουσιάζουν εντελώς τα σπουδαία οράματα είναι καταδικασμένη σε θάνατο—κι αν όχι από κάτι άλλο, δραματικότερο, τότε σίγουρα από ανία. Θα είναι κρίμα η πανάκριβα κερδισμένη ελευθερία μας να πεθάνει από πνευματική ασφυξία, υπό την υπόκρουση του εκείνου ανούσιου «να περνάτε καλά» που μας εύχονται ολημερίς κι ολονυχτίς οι ραδιοφωνικοί διασκεδαστές.

Το παραπάνω άρθρο, σε πρότερη μορφή, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Popular Science, τον Φεβρουάριου του 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου